- εὐεπαίσθητος
- εὐεπ-αίσθητος, ον,A easily feeling, sensitive, Hp.Mul.1.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεπαίσθητος — εὐεπαίσθητος, ον (Α) ο ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αισθητός (< επ αισθάνομαι), πρβλ. αν επαίσθητος] … Dictionary of Greek
εὐεπαισθήτῳ — εὐεπαίσθητος easily feeling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)